λεπτομερειακός

λεπτομερειακός
-ή, -ό [λεπτομέρεια]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λεπτομέρειες
2. εξονυχιστικός, εξαντλητικός («η επιτροπή έκανε λεπτομερειακό έλεγχο»)
3. επουσιώδης, δευτερεύουσας σημασίας.
επίρρ...
λεπτομερειακώς και -ά
με κάθε λεπτομέρεια, λεπτομερώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεπτομερειακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στις λεπτομέρειες: Σύνταξε μια λεπτομερειακή αναφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • καταλεπτός — καταλεπτός, ή, όν (Μ) 1. λεπτομερειακός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) καταλεπτόν 1. με λεπτομέρειες, λεπτομερειακά 2. εντελώς …   Dictionary of Greek

  • λεπτινός — λεπτινός, ή, όν (Μ) [λεπτός] λεπτομερής, λεπτομερειακός …   Dictionary of Greek

  • λεπτολογικός — ή, ό αυτός που γίνεται με λεπτολογία, λεπτομερειακός, αναλυτικός, εξονυχιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • λεπτομερής — ές (AM λεπτομερής, ές) αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων») μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόρια αρχ. (για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

  • μικρόκομψος — μικρόκομψος, ον (Α) (για το ύφος) ο κομψός σε μικρά, λεπτός, λεπτολόγος, λεπτομερειακός («μικρόκομψον σχῆμα συνθέσεως», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + κομψός (πρβλ. πολύ κομψος)] …   Dictionary of Greek

  • πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”